συμπολίτισσα

συμπολίτισσα
η, Ν
βλ. συμπολίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπολίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. συμπολίτισσα Ν, και θηλ. συμπολῑτις, ίτιδος, ΜΑ [πολίτης] αυτός που διαμένει στην ίδια πόλη ή που κατάγεται από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει στην ίδια πολιτεία, που είναι υπήκοος τού ίδιου κράτους με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”